- βραχίονας
- Στον όρο αυτό αντιστοιχούν γενικά οι ανατομικές περιοχές του κυρίως β., του αγκώνα και του αντιβραχίονα, που μαζί με τον ώμο, τον καρπό και το ακράχερο αποτελούν το άνω άκρο.
Στον κυρίως β., ο σκελετός του οποίου αποτελείται από το βραχιόνιο οστό, οι πιο σπουδαίοι μύες είναι ο δικέφαλος και ο πρόσθιος βραχιόνιος, στους οποίους οφείλεται η χαρακτηριστική προεξοχή της πρόσθιας επιφάνειας· στο πίσω μέρος, το βραχιόνιο οστό περιβάλλεται από τις μυϊκές μάζες του τρικέφαλου. Η σύσπαση των μυών αυτών διευθύνει την κάμψη και την έκταση του αντιβραχίονα επί του β. Κατά μήκος του δικέφαλου πορεύεται η βραχιόνιος αρτηρία με τις δορυφόρους φλέβες και το μέσο νεύρο· στο πίσω μέρος του β. πορεύονται τα νεύρα που ονομάζονται ωλενικό και κερκιδικό.
Το αντιβράχιο της τοπογραφικής ανατομικής αντιστοιχεί στο μέρος του άνω άκρου που περιλαμβάνεται μεταξύ του αγκώνα και του καρπού. Η κερκίδα προς τα έξω και η ωλένη προς τα μέσα αποτελούν τον σκελετό του. Πολυάριθμοι είναι οι μύες· περίπου είκοσι είναι αυτοί που εκτελούν τις διάφορες κινήσεις του αντιβραχίου και των δαχτύλων. Στο αντιβράχιο πορεύονται η κερκιδική αρτηρία, επί της οποίας εκτιμάται ο σφυγμός, η ωλενική και οι αρτηρίες του μεσοστέου. Τα πιο σπουδαία νεύρα είναι και εδώ το μέσο νεύρο, το κερκιδικό και το ωλενικό.
βραχιόνιο οστό. Αποτελεί τον σκελετό του β.· το άνω άκρο, ή αλλιώς κεφαλή, συντάσσεται με την ωμοπλάτη, το κάτω με την ωλένη και την κερκίδα με μια πολύπλοκη αρθρική επιφάνεια. Οι πλατιές κινήσεις του ρυθμίζονται από πολλούς ισχυρούς μυς που εκφύονται από την ωμοπλάτη και τον θώρακα και προσφύονται στο βραχιόνιο οστό: από αυτό ξεκινούν μυϊκές δέσμες για τις κινήσεις του αντιβραχίονα. Η παθολογία του οστού αντιπροσωπεύεται κυρίως από κατάγματα που σε συχνότητα σχετικά με ολόκληρο τον σκελετό κατέχουν την τρίτη ή τέταρτη θέση.
α) βραχίονας, β) αντιβράχιο, γ) αγκώνας, δ) βραχιόνιο οστό, ε) κερκίδα, ζ) ωλένη. Αρτηρίες: 1) βραχιόνιος, 2) εν τω βάδει βραχιόνιος, 3) κερκιδική, 4) ωλένιος, 5) οι του μεσοστέου. Μύες: 6) δικέφαλος, 7) βραχιόνιος, 8) τρικέφαλος, 9) και 10) μείζων και ελάσσων παλαμιαίος, 11) επιπολής καμπτήρας των δαχτύλων, 12) μακρός υπτιαστής, 13) μακρός καμπτήρας του αντίχειρα, 14) εν τω βάδει καμπτήρας των δαχτύλων, 15) πρόσθιος πηχυαίος, 16) τετραγωνικός υπτιαστής, 17) έξω κερκιδικοί, 18) μακρός απαγωγός του αντίχειρα, 19) οπίσθιος πηχυαίος, 20) εκτείνων του ωτίτου, 21) εκτείνων του δακτυλίου, 22) και 23) μακρός και βραχύς εκτείνων του αντίχειρα, 24) εκτείνων του δείκτη. Νεύρα: 25) μέσο, 26) κερκιδικό, 27) ωλένιο.
* * *(AM βραχίων)1. το μέρος του χεριού από τον αγκώνα ως τον ώμο2. ολόκληρο το χέρινεοελλ.1. κάθε εξάρτημα μηχανής ή εργαλείου, το οποίο μοιάζει με βραχίονα2. διακλάδωση ποταμού, ιδίως κοντά στις εκβολέςμσν.βράχοςαρχ.1. η ωμοπλάτη2. φρ. α. «ἐποίησε κράτος ἐν βραχίονι αὐτοῡ» β. «ἐκ βραχιόνων» με τη δύναμη του ανθρώπου.[ΕΤΥΜΟΛ. Για τη λ. βραχίων δεν υπάρχει αντίστοιχος τ. της Ινδοευρωπαϊκής. Αν όμως ληφθεί υπ' όψιν η αρχική της σημ. «ωμοπλάτη», τότε είναι πιθανή η ετυμολ. του γραμματικού Πολυδεύκη (2ος μ. Χ. αιώνας), κατά τον οποίο η λ. ονομάστηκε έτσι «ότι εστί του πήχεως βραχύτερος», δεδομένου ότι το βραχίων είναι συγκριτικός βαθμός του επιθ. βραχύς*. Στην αρχαία Ελληνική ο βραχίων δηλωνόταν επίσης με τις λέξεις αγκών και πήχυς (στους ποιητές). Στο βραχίων ανάγεται εξάλλου και η αντιδάνεια λ. μπράτσο (< βεν. brazzo < λατ. bracchium < βραχίων). Το λατ. bracchium, απ' όπου και το γαλλ. bras, είναι δάνειο από την Ελληνική].
Dictionary of Greek. 2013.